ΟΛΑ ΚΑΤΩ.

   Κοιτάω κάτω. Δεν ξέρω πόση ώρα. Πολλή φαντάζομαι. Αλλά ίσως και για λίγο..Δεν ξέρω. Το βλέμμα μου έχει καρφωθεί σε αυτά.Είναι πολλά. Πιο πολλά νομίζω από την προηγούμενη φορά. Αλλά και πάλι δεν ξέρω. Δεν θυμάμαι. Έχω πάψει να θυμάμαι.
    Θυμάμαι την πρώτη φορά που τα είδα. Δεν είχα ξαναδεί και μου φαίνονταν τόσο παράξενα. Δεν ήξερα τί να τα κάνω. Σκεφτόμουν να τα πιάσω. Αλλά φοβόμουν. Έστριψα να φύγω, αφήνοντάς τα εκεί πεταμένα κατά γης. Όχι, όχι δεν γινόταν να τα παρατήσω έτσι απλά. Δεν ήθελα να τα αφήσω. Τα ήθελα μαζί μου. Σκύβω να τα μαζέψω. Πιάνω το πρώτο, αχ! Πόνεσα. Κάτι με πόνεσε. Κοιτάω το χέρι μου. Έχει ματώσει. Όχι πολύ, αλλά το αίμα υπάρχει εκεί σε μικρές μικρές σταγόνες. Σκέφτομαι θα το πλύνω αργότερα, έχω να καθαρίσω τώρα. Σκυβω πάλι να πιάσω άλλο ένα. Και άλλος πόνος! Σαν τσίμπημα, σαν το προηγούμενο. Κοιτάω πάλι την παλάμη μου η οποία έχει ματώσει ξανά, σε διαφορετικό σημείο αυτή την φορά. Τώρα έχω δύο σημεία ματωμένα. Σκύβω πιο αποφασιστικά αυτή την φορά. Μαζεύω και άλλο και αγνοώ το τσίμπημα ηθελημένα. Παρακινημένη από αυτή μου την ξαφνική γενναιότητα αποφασίζω να τα μαζέψω όλα. Θα μπορέσω?Θα μπορέσω. Θέλω να μπορέσω.
   Ορίστε τελείωσα! Δεν ήταν τόσο δύσκολο. Τα χέρια μου βέβαια έχουν γεμίσει μικρές πληγίτσες και τσούζουν ελαφρώς, αλλά δεν βαριέσαι? Το σημαντικό είναι ότι τα καθάρισα.
    Να τα πάλι, όλα κάτω. Μα γιατί? Τί έγινε πάλι? Αφού τα είχα κολλήσει. Πώς στην ευχή έφυγαν πάλι? Άντε να τα ξαναμαζεύω. Πιάνω το πρώτο. Πόνος, δυνατότερος αυτή την φορά. Και αίμα πιο πολύ, γέμισε η παλάμη μου. Θα λερωθώ πρέπει να πάω να τα πλύνω. Όχι δεν πρέπει, έχω να καθαρίσω. Κάθομαι στα γόνατα. Τα κοιτάω και ξαφνικά αντιλαμβάνομαι ότι φοβάμαι. Φοβάμαι να τα ακουμπήσω. Μα γιατί? Τόσες φορές έχουν πέσει και τα έχω μαζέψει. Τώρα τί έγινε? Τεντώνω το χέρι μου διστακτικά και πιάνω άλλο ένα. Πονάω. Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα.Δεν θέλω να συνεχίσω να τα μαζεύω μα τί να κάνω, δεν έχω άλλη επιλογή. Πιάνω και άλλα και άλλα και άλλα. Και δεν αντέχω άλλο και ξεσπάω σε κλάματα. Πονάω, δεν θέλω. Τα χέρια μου είναι ματωμένα, τόσο που βλέπω μόνο κόκκινο, πουθενά το δέρμα μου. Δεν θέλω, πονάω.
   Να τα πάλι όλα κάτω. Δεν σκέφτομαι τίποτα αυτή την φορά. Σκύβω και ξεκινάω να μαζεύω. Τα ήδη πληγιασμένα χέρια μου γεμίζουν γρήγορα αίμα, μα δεν δίνω σημασία. Έμαθα να μην δίνω πια. Δεν νιώθω πόνο πλέον. Έχω ξεχάσει πώς είναι να νιώθω πόνο. Τα μαζεύω γρήγορα και φεύγω. Και ξέρω ότι δεν θα αργήσει η επόμενη φορά που θα τα ξαναδώ.
   Να τα πάλι όλα κάτω. Κοιτάω κάτω. Δεν ξέρω πόση ώρα. Πολλή φαντάζομαι. Αλλά ίσως και για λίγο..Δεν ξέρω. Το βλέμμα μου έχει καρφωθεί σε αυτά.Είναι πολλά. Πιο πολλά νομίζω από την προηγούμενη φορά. Αλλά και πάλι δεν ξέρω. Δεν θυμάμαι. Έχω πάψει να θυμάμαι. Αυτή την φορά δεν κλαίω. Μονάχα τα κοιτάω. Ξέρω ότι αν σκύψω να τα μαζέψω θα γεμισω αίματα πάλι. Και δεν θέλω. Όχι φτάνει πια. Θα τα αφήσω εκεί. Κάτω. Διασκορπισμένα μέσα στο τεράστιο δωμάτιο.
   Γιατί είναι τεράστια η ψυχή μας. Και κάθε φορά που κάποιος την κομματιάζει, γεμίζει ο τόπος κομμάτια της. Και είναι πολλά. Και τα μαζεύεις κάθε φορά και τα κολλάς, και λες ότι δεν θα ξαναγίνει. Να όμως που συμβαίνει πάλι. Και κάθε φορά τα κομμάτια είναι όλο και πιο πολλά. Και κάνεις υπομονή και τα μαζεύεις και τα συναρμολογείς. Και μετά ξαναπέφτουν. Και τα ξανακολλάς.
   Να τα λοιπόν τώρα όλα κάτω. Περισσότερα από κάθε άλλη φορά. Αμέτρητα κομμάτια. Δεν τα θέλω πια. Μ'ακούς? Δεν τα θέλω. Πάρ΄τα, χάρισμά σου. Ήρθε η ώρα να κλείσω τις πληγές μου. Θα αργήσουν να επουλωθούν, μα θα κλείσουν. Όχι τελείως. Θα μείνει ένα σημάδι. Πάντα μένει. Για να σου θυμίζει τί έκανες και να μην το ξανακάνεις.
   Να τα όλα κάτω. Και εκεί θα μείνετε μικρά μου, τοσοδούλικα κομμάτια. Αυτή την φορά δεν θα σας πάρω μαζί μου. Στο πάτωμα μείνετε. Δεν σας θέλω πια.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου