ΟΙ ''ΔΙΚΟΙ'' ΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΙ.


Δεν μπορώ. Και όταν λέω δεν μπορώ δεν εννοώ δεν θέλω. Απλά δεν μπορώ. Δεν μπορώ να είμαι άλλο δίπλα σε ανθρώπους που με αγνοούν. Δεν με υπολογίζουν. Που κάνω πίσω στα δικά μου θέλω για να δώσω προτεραιότητα στις δικές τους προτιμήσεις  και όμως δεν τους είναι αρκετό. Θα μου πείτε τότε γιατί το κάνω. Γιατί έτσι. Γιατί όταν οι δικοί μου άνθρωποι πραγματοποιούν τις επιθυμίες τους χαίρονται. Και μαζί τους χαίρομαι και εγώ. Γιατί έτσι είναι όταν αγαπάς τους άλλους. Μην ακούτε που λένε πως αυτοί που είναι δίπλα σου πραγματικά και νοιάζονται για σένα θα αποδειχτούν στα δύσκολα. ΜΑΛΑΚΙΕΣ. Και ένας ξένος να σε δει να κλαις στον δρόμο, δίπλα σου θα σταθεί, θα σε παρηγορήσει.  Οι δικοί σου άνθρωποι θα φανούν στην χαρά σου. Όταν θα είσαι ευτυχισμένος, θα είναι και αυτοί. Γιατί έτσι μόνο θα θέλουν να σε βλέπουν. Χαρούμενο. Θα γελούν με το γέλιο σου. Θα κλαίνε με το κλάμα της χαράς σου.  Αν πάλι κλαίνε με την χαρά σου και χαίρονται με την δυστυχία σου, τότε η επιλογή είναι μονόδρομος. Όχι, δεν τους διώχνεις. Φεύγεις εσύ.

Δεν ζήτησα ποτέ αντάλλαγμα σε αυτά που προσφέρω. Ότι κάνω, το κάνω γιατί το θέλω πραγματικά, το γουστάρω. Θέλω να βλέπω τους άλλους χαρούμενους. Ακόμα και όταν εγώ δεν είμαι. Ακόμα και όταν με βασανίζουν δικά μου προβλήματα. Θα τα κάνω πέρα όλα για να βοηθήσω αυτούς που αγαπώ. Γιατί είναι παρηγοριά για εμένα να γνωρίζω ότι έβαλα το λιθαράκι μου στην ευτυχία του άλλου. Να κρύβω την δική μου θλίψη, ελπίζοντας πως θα έρθει η σειρά μου να παρηγορήσουν και οι άλλοι εμένα. Και όταν αυτό δεν γίνεται, να λέω ‘’δεν πειράζει, θα τα καταφέρεις μόνη’’. Όχι, δεν ζητάω ανταλλάγματα. Σεβασμό και αναγνώριση ζητάω. Και όσο δεν έρχονται αυτά, τρελαίνομαι.

Τρελαίνομαι ναι. Να δίνω την ψυχή μου στους άλλους και αυτοί να την στρώνουν κάτω, σαν χαλί. Να χοροπηδάνε πάνω της, χωρίς ντροπή. Ξεχνώντας πως κάποτε αυτή η ψυχή είχε μετατραπεί σε μια ζεστή κουβέρτα και τους είχε τυλίξει μέσα της. Ξεχνώντας πως με αυτήν την ψυχή τους έκανα τον καραγκιόζη για να δω μια υποψία χαμόγελου στο πληγωμένο πρόσωπό τους. Ξεχνώντας πως τους έπαιρνα τα δάκρια  σταγόνα σταγόνα με το χέρι μου. Ξεχνώντας πως άφηνα τους πάντες στο περιθώριο για να σταθώ δίπλα τους, βράχος ακλόνητος, που σταματούσε όλα τα βέλη του έξω κόσμου. Ξεχνώντας πως έκανα στην άκρη εμένα για να τους δώσω χώρο. Ανοίγοντάς τους την ψυχή μου για να δουν με τα μάτια τους την αγάπη που έχω για αυτούς. Και όταν, τελικά,  επούλωσαν τις πληγές τους, πήραν από την ανοιγμένη μου ψυχή όλα εκείνα τα κομμάτια που ήθελαν ,ώστε να τα χρησιμοποιήσουν ως σκαλί για να ανέβουν πιο ψηλά. Ξεχνώντας, όμως, ότι όπου και να έφτασαν, πολύ σύντομα θα πέσουν. Γιατί έχουν μόνο τα σκαλιά. Όχι ολόκληρη την σκάλα.

Δεν μπορώ άλλο λοιπόν. Δεν μπορώ την αχαριστία και  την ασέβεια. Δεν μπορώ τους ανθρώπους τους ψεύτικους. Τους ανθρώπους που πίστευα δικούς μου και όταν ήρθε μια δύσκολη στιγμή προτίμησαν τον εαυτό τους. Που με ξέγραψαν έτσι, από την μια στιγμή στην άλλη. Γιατί το τομάρι τους είχε περισσότερη αξία. Ή έτσι τουλάχιστον πιστεύουν. Που στις χαρές μου μόνο εγώ χαμογελούσα. Κανένας από αυτούς. Φαντάσου. Οι ‘’δικοί μου άνθρωποι’’. Όχι δεν τους θέλω. Γιατί τελικά συνειδητοποίησα πως δεν είναι σίγουρο πως αυτό που αισθάνεσαι εσύ για αυτούς, θα το αισθανθούν και αυτοί για εσένα. Και δεν μπορείς να τους αναγκάσεις. Πώς μπορείς να αναγκάσεις κάποιον να σε αγαπάει;

Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές εάν πρέπει, για να επιβιώσω σε μια αναίσθητη κοινωνία, να γίνω και εγώ αναίσθητη. Ασέβαστη.  Μουλάρι. Να μην με ενδιαφέρει τίποτα και κανένας παρά μόνο ο εαυτός μου. Να προσποιούμαι την καλή μπροστά σε όλους φορώντας ένα ψεύτικο χαμόγελο συμπάθειας. Το σκέπτομαι συνέχεια, ξανά και ξανά. Και απάντηση ακόμα δεν έχω βρει. Μια απάντηση που να με καλύπτει από όλες τις μεριές. Γιατί εάν η απάντηση είναι ‘’ναι’’, ότι πρέπει να μεταμορφωθώ σε ένα δήθεν άτομο που προσποιείται ότι ενδιαφέρεται για όλους μα στην ουσία ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του… Μου δημιουργείται ένα άλλο ερώτημα. Μπορώ να το κάνω; Και αν μπορώ, γιατί δεν το έχω πράξει ακόμα; Αν πάλι η απάντηση είναι ‘’όχι’’, δηλαδή να μείνω όπως είμαι,  το ερώτημα εδώ είναι το εξής… Για πόσο θα αντέξω;

Την απάντηση την ψάχνω ακόμα, και δεν θα σταματήσω μέχρι να την βρω. Ένα όμως είναι το σίγουρο. Ότι οι ‘’δικοί σου άνθρωποι’’ δεν υπάρχουν. Και εάν υπάρχουν, δύσκολα τους ξεσκαρτάρεις μέσα από όλη αυτήν την βρωμιά της υποκρισίας. Έχω συναντήσει πολύ βρωμιά που δυστυχώς στην αρχή την είχα μπερδέψει με διαμάντι. Γιατί έκανα το λάθος να πάρω αυτά τα διαμάντια μαζί μου χωρίς πρώτα να δω εάν λάμπουν στον ήλιο. Χωρίς να τα πετάξω κάτω με δύναμη να δω εάν θα σπάσουν. Και να τελικά που έσπασαν. Και τα κομμάτια εξοστρακίστηκαν σε μένα. Και σημάδεψαν εμένα. Γιατί τελικά ήταν οι ‘’δικοί μου άνθρωποι’’ που με σημάδεψαν. Ναι. Αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι, που εγώ αγάπησα και προστάτεψα. Ειρωνεία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου